- θεόληπτος
- θεόληπτοςpossessedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… … Dictionary of Greek
θεόληπτος — η, ο 1. εμπνευσμένος από το Θεό: Θεόληπτος ποιητής. 2. αυτός που φαντάζεται ότι επικοινωνεί με το Θεό. 3. θρησκομανής, υπερβολικά θρήσκος: Θεόληπτη κόρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεόληπτον — θεόληπτος possessed masc/fem acc sg θεόληπτος possessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολήπτοις — θεόληπτος possessed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολήπτου — θεόληπτος possessed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολήπτους — θεόληπτος possessed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολήπτων — θεόληπτος possessed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολήπτῳ — θεόληπτος possessed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόληπτα — θεόληπτος possessed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόληπτοι — θεόληπτος possessed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)